- ἀμφουδίς
- ἀμφ-ουδίς: adv. with the sense of ἀμφ' οὔδει, on the ground (specifying πρὸς γῆν), Od. 17.237†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αμφουδίς — ἀμφουδὶς (επίρρ) (Α) συναντάται μια μονό φορά στον Όμηρο (ρ 237) με προβληματική ερμηνεία σημαίνει πιθ. «από το έδαφος», «από τη μέση». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Η αρχαία ερμηνεία «κοντά στο έδαφος» (< ἀμφ(ι) * + οὖδας «έδαφος»)… … Dictionary of Greek
ἀμφουδίς — by the middle. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)